- τοξοσύνη
- ἡ, Α(ποιητ. τ.) η τέχνη τού να τοξεύει κανείς, η ικανότητα στην τόξευση («ὃς ἄριστος τοξοσύνῃ», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κατάλ. -σύνη*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοξοσύνη — bowmanship fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξοσύνῃ — τοξοσύνη bowmanship fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξοσύναι — τοξοσύνη bowmanship fem nom/voc pl τοξοσύνᾱͅ , τοξοσύνη bowmanship fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξοσύνην — τοξοσύνη bowmanship fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξοσύνης — τοξοσύνη bowmanship fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξοσύνᾳ — τοξοσύναι , τοξοσύνη bowmanship fem nom/voc pl τοξοσύνᾱͅ , τοξοσύνη bowmanship fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοξικός — ή, ό / τοξικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός κάθε ουσίας, ενδογενούς ή εξωγενούς, που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ενός ζωντανού οργανισμού, αλλά και τών παθολογικών καταστάσεων που προκύπτουν από τη δράση μιας τέτοιας ουσίας (α. «τα… … Dictionary of Greek